ξύνοδον

ξύνοδον
σύνοδον , σύνοδος 1
masc/fem acc sg
σύνοδον , σύνοδος 2
assembly
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εποτρύνω — ἐποτρύνω (Α) 1. παρακινώ, ερεθίζω («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ, διεγείρω εναντίον κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», Ομ. Ιλ.) 3. στέλνω επειγόντως («δέδοικα μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ πάντα ἐποτρύνωσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”